"Εντελώς ανακριβή και απαράδεκτα" χαρακτηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας τα πρόσφατα στοιχεία, τα οποία δημοσίευσε η στατιστική υπηρεσία της χώρας INSTAT από την τελευταία απογραφή, του 2011, σχετικά με τη θρησκευτική διαστρωμάτωση του πληθυσμού, που αναφέρουν ως ποσοστό των ορθόδοξων χριστιανών το 6,75%.
"Πρόκειται για ένα ολοφάνερο λάθος ή, ακριβέστερα, ψέμα" τονίζει το Κληρικολαϊκό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, σε ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα μετά τη χθεσινή του συνεδρίαση, στην οποία εξετάστηκε το θέμα της απογραφής.
"Η διαδικασία της απογραφής για την καταγραφή του θρησκεύματος δεν ανταποκρίνεται στη στοιχειώδη αντικειμενική μέθοδο που ακολουθείται από τις ευρωπαϊκές χώρες. Και τελικά προσβάλλει όχι μόνο τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, που από την αρχή του Αλβανικού κράτους υπήρξαν η πολυπληθέστερη χριστιανική κοινότητα, αλλά και όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους περιορίζει κατά μεγάλο ποσοστό (από 31% σε 17%), και τελικά σκιάζει τη γενική εικόνα των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Αλβανία" αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας καταγγέλλει "την αντιεπιστημονική μέθοδο που ακολουθήθηκε στο ευαίσθητο θέμα της καταγραφής του θρησκεύματος" και διαμαρτύρεται "για την τεράστια παραποίηση κάθε δεοντολογίας". Δεν αναγνωρίζει, δε, τα ποσοστά τα οποία δίνει για την τελευταία αυτή απογραφή η INSTAT και υπογραμμίζει: "Τέτοιοι σχεδιασμοί και χειρισμοί είναι ενδεχόμενο να υπονομεύσουν ακόμα και την αρμονική θρησκευτική συνύπαρξη, για την οποία αγωνιζόμαστε".
Τονίζει, δε, ότι "η αναζήτηση της αλήθειας είναι θεμελιώδης για μια πολιτισμένη κοινωνία, ιδιαίτερα σε θέματα τόσο ευαίσθητα, όπως το θρήσκευμα των πολιτών" και προσθέτει πως "μόνο η αλήθεια μπορεί να βοηθήσει την Αλβανία στην πορεία της προς την Ενωμένη Ευρώπη και γενικότερα την πρόοδο στον εικοστό αιώνα".
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την όλη διαδικασία, στην ανακοίνωση επισημαίνεται- μεταξύ άλλων - ότι "το ερώτημα περί θρησκεύματος έγινε προαιρετικό, ασαφές και δύσκολο για τους απλούς πολίτες, ιδιαίτερα τους περιορισμένης μόρφωσης" για να "είναι δυνατόν να καθοδηγούνται οι απαντήσεις και να καταχωρούνται αυθαίρετα".
Αναφέρεται ακόμη πως τις δύο περασμένες Κυριακές (9 και 16 Δεκεμβρίου), η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας μοίρασε στους ορθοδόξους που εκκλησιάσθηκαν στα Τίρανα, το Δυρράχιο, το Μπεράτι, την Κορυτσά, την Αυλώνα και άλλες πόλεις δελτία για να δηλώσουν αν τους επισκέφθηκαν για να τους καταγράψουν κι αν ερωτήθηκαν για το θρήσκευμα και να σημειώσουν τυχόν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με την απογραφή.
Τα αποτελέσματα, όπως σημειώνεται, ήταν καταλυτικά. "Απήντησαν 7118 πρόσωπα (με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση). 4643 (65,23%) από αυτούς δεν τους επισκέφθηκαν καθόλου οι απογραφείς ή τους επισκέφθηκαν μεν αλλά δεν τους ετέθη το ερώτημα περί θρησκεύματος. Μόνο 2469 άτομα (34,68%) δήλωσαν κατά την απογραφή το θρήσκευμα. Επίσης, 56 δήλωσαν ότι οι απογραφείς σημείωσαν το θρήσκευμα με μολύβι ή σε άλλο τετράδιο και άλλοι 12 ότι τους αρνήθηκαν να σημειώσουν το θρήσκευμα ή το σημείωσαν μετά από πολλή επιμονή.
Διαθέτουμε πολλές μαρτυρίες ότι κατά τη διαδικασία της συλλογής των στοιχείων, πολλοί απογραφείς, αντί του επισήμου εντύπου, χρησιμοποιούσαν τετράδιο και ότι οι πολίτες δεν υπέγραψαν" τονίζεται.
Οι δύο έγκυρες απογραφές
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας υπενθυμίζει, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια των 100 ετών του αλβανικού κράτους έχουν γίνει μόνο δύο απογραφές, που περιλαμβάνουν την ερώτηση περί θρησκεύματος.
Σύμφωνα με την πρώτη, το 1927, οι μουσουλμάνοι (από κοινού σουννίτες και μπεκτασί) αντιστοιχούσαν στο 67,5%, οι ορθόδοξοι στο 22,3% και οι καθολικοί στο 10%. Στην άλλη απογραφή, που έγινε από τις ιταλικές αρχές το 1942, τα αποτελέσματα ήταν: μουσουλμάνοι 68,9% (εκ των οποίων σουννίτες 54,17% και μπεκτασί 14,73%) και χριστιανοί 31% (εκ των οποίων ορθόδοξοι 20,7% και καθολικοί 10,3%).
Στην ανακοίνωση χαρακτηρίζεται "πολύ περίεργο και ύποπτο, το ότι ορισμένοι κύκλοι επεδίωξαν με διάφορα τεχνάσματα να παρουσιάσουν ότι οι ορθόδοξοι μειώθηκαν κατά τα 2/3" και επισημαίνεται πως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα εκκλησιαστικά δεδομένα (καταλόγους βαπτίσεων προ και μετά τον αντιθρησκευτικό διωγμό και καταλόγους των 460 ορθόδοξων ενορίων του πληθυσμού της Αλβανίας), οι ορθόδοξοι υπερβαίνουν το 24%.
Εκτιμάται, δε, πως κάτω από τα ποσοστά της απογραφής που προσδιορίζονται "δεν απάντησαν" (13,79%) και "πιστοί μη προσδιορισθέντες" στεγάζονται, στη συντριπτική πλειοψηφία, χριστιανοί ορθόδοξοι και συγκεκριμένα: όσοι αποφάσισαν οικειοθελώς να απέχουν της απογραφής (π.χ. η πλειοψηφία της ελληνικής μειονότητας, των Βλαχοφώνων, Μαυροβουνίων και άλλων μειονοτήτων), όσοι απέφυγαν να δηλώσουν ευθέως το θρήσκευμα, "ύστερα από τη διάχυτη ψυχολογική πίεση που δημιούργησαν ορισμένοι ακραίοι κύκλοι και τις απειλές σχετικά με την ελεύθερη δήλωση θρησκεύματος και εθνικότητας, όλοι εκείνοι, τους οποίους οι απογραφείς απέφυγαν να επισκεφθούν, εκείνοι τους οποίους οι απογραφείς επισκέφθηκαν, αλλά δεν ρώτησαν για το θρήσκευμα ή, όταν δήλωσαν ορθόδοξοι, αυθαίρετα τους κατέταξαν σε μια αόριστη κατηγορία.
"Η διαδικασία της απογραφής για την καταγραφή του θρησκεύματος δεν ανταποκρίνεται στη στοιχειώδη αντικειμενική μέθοδο που ακολουθείται από τις ευρωπαϊκές χώρες. Και τελικά προσβάλλει όχι μόνο τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, που από την αρχή του Αλβανικού κράτους υπήρξαν η πολυπληθέστερη χριστιανική κοινότητα, αλλά και όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους περιορίζει κατά μεγάλο ποσοστό (από 31% σε 17%), και τελικά σκιάζει τη γενική εικόνα των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Αλβανία" αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας καταγγέλλει "την αντιεπιστημονική μέθοδο που ακολουθήθηκε στο ευαίσθητο θέμα της καταγραφής του θρησκεύματος" και διαμαρτύρεται "για την τεράστια παραποίηση κάθε δεοντολογίας". Δεν αναγνωρίζει, δε, τα ποσοστά τα οποία δίνει για την τελευταία αυτή απογραφή η INSTAT και υπογραμμίζει: "Τέτοιοι σχεδιασμοί και χειρισμοί είναι ενδεχόμενο να υπονομεύσουν ακόμα και την αρμονική θρησκευτική συνύπαρξη, για την οποία αγωνιζόμαστε".
Τονίζει, δε, ότι "η αναζήτηση της αλήθειας είναι θεμελιώδης για μια πολιτισμένη κοινωνία, ιδιαίτερα σε θέματα τόσο ευαίσθητα, όπως το θρήσκευμα των πολιτών" και προσθέτει πως "μόνο η αλήθεια μπορεί να βοηθήσει την Αλβανία στην πορεία της προς την Ενωμένη Ευρώπη και γενικότερα την πρόοδο στον εικοστό αιώνα".
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την όλη διαδικασία, στην ανακοίνωση επισημαίνεται- μεταξύ άλλων - ότι "το ερώτημα περί θρησκεύματος έγινε προαιρετικό, ασαφές και δύσκολο για τους απλούς πολίτες, ιδιαίτερα τους περιορισμένης μόρφωσης" για να "είναι δυνατόν να καθοδηγούνται οι απαντήσεις και να καταχωρούνται αυθαίρετα".
Αναφέρεται ακόμη πως τις δύο περασμένες Κυριακές (9 και 16 Δεκεμβρίου), η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας μοίρασε στους ορθοδόξους που εκκλησιάσθηκαν στα Τίρανα, το Δυρράχιο, το Μπεράτι, την Κορυτσά, την Αυλώνα και άλλες πόλεις δελτία για να δηλώσουν αν τους επισκέφθηκαν για να τους καταγράψουν κι αν ερωτήθηκαν για το θρήσκευμα και να σημειώσουν τυχόν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με την απογραφή.
Τα αποτελέσματα, όπως σημειώνεται, ήταν καταλυτικά. "Απήντησαν 7118 πρόσωπα (με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση). 4643 (65,23%) από αυτούς δεν τους επισκέφθηκαν καθόλου οι απογραφείς ή τους επισκέφθηκαν μεν αλλά δεν τους ετέθη το ερώτημα περί θρησκεύματος. Μόνο 2469 άτομα (34,68%) δήλωσαν κατά την απογραφή το θρήσκευμα. Επίσης, 56 δήλωσαν ότι οι απογραφείς σημείωσαν το θρήσκευμα με μολύβι ή σε άλλο τετράδιο και άλλοι 12 ότι τους αρνήθηκαν να σημειώσουν το θρήσκευμα ή το σημείωσαν μετά από πολλή επιμονή.
Διαθέτουμε πολλές μαρτυρίες ότι κατά τη διαδικασία της συλλογής των στοιχείων, πολλοί απογραφείς, αντί του επισήμου εντύπου, χρησιμοποιούσαν τετράδιο και ότι οι πολίτες δεν υπέγραψαν" τονίζεται.
Οι δύο έγκυρες απογραφές
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας υπενθυμίζει, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια των 100 ετών του αλβανικού κράτους έχουν γίνει μόνο δύο απογραφές, που περιλαμβάνουν την ερώτηση περί θρησκεύματος.
Σύμφωνα με την πρώτη, το 1927, οι μουσουλμάνοι (από κοινού σουννίτες και μπεκτασί) αντιστοιχούσαν στο 67,5%, οι ορθόδοξοι στο 22,3% και οι καθολικοί στο 10%. Στην άλλη απογραφή, που έγινε από τις ιταλικές αρχές το 1942, τα αποτελέσματα ήταν: μουσουλμάνοι 68,9% (εκ των οποίων σουννίτες 54,17% και μπεκτασί 14,73%) και χριστιανοί 31% (εκ των οποίων ορθόδοξοι 20,7% και καθολικοί 10,3%).
Στην ανακοίνωση χαρακτηρίζεται "πολύ περίεργο και ύποπτο, το ότι ορισμένοι κύκλοι επεδίωξαν με διάφορα τεχνάσματα να παρουσιάσουν ότι οι ορθόδοξοι μειώθηκαν κατά τα 2/3" και επισημαίνεται πως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα εκκλησιαστικά δεδομένα (καταλόγους βαπτίσεων προ και μετά τον αντιθρησκευτικό διωγμό και καταλόγους των 460 ορθόδοξων ενορίων του πληθυσμού της Αλβανίας), οι ορθόδοξοι υπερβαίνουν το 24%.
Εκτιμάται, δε, πως κάτω από τα ποσοστά της απογραφής που προσδιορίζονται "δεν απάντησαν" (13,79%) και "πιστοί μη προσδιορισθέντες" στεγάζονται, στη συντριπτική πλειοψηφία, χριστιανοί ορθόδοξοι και συγκεκριμένα: όσοι αποφάσισαν οικειοθελώς να απέχουν της απογραφής (π.χ. η πλειοψηφία της ελληνικής μειονότητας, των Βλαχοφώνων, Μαυροβουνίων και άλλων μειονοτήτων), όσοι απέφυγαν να δηλώσουν ευθέως το θρήσκευμα, "ύστερα από τη διάχυτη ψυχολογική πίεση που δημιούργησαν ορισμένοι ακραίοι κύκλοι και τις απειλές σχετικά με την ελεύθερη δήλωση θρησκεύματος και εθνικότητας, όλοι εκείνοι, τους οποίους οι απογραφείς απέφυγαν να επισκεφθούν, εκείνοι τους οποίους οι απογραφείς επισκέφθηκαν, αλλά δεν ρώτησαν για το θρήσκευμα ή, όταν δήλωσαν ορθόδοξοι, αυθαίρετα τους κατέταξαν σε μια αόριστη κατηγορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου