Η βασικότερη πολιτική προτεραιότητα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου το 1833, ήταν να οργανώσει μια κεντρική συγκεντρωτική διοίκηση, να θεμελιώσει ένα κράτος, ενσωματώνοντας όλες τις επαρχίες της Ελλάδας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός έπρεπε να καταργηθούν άμεσα μια σειρά από ατελείωτα τοπικά προνόμια και ιδιαιτερότητες που είχαν κληρονομηθεί από το ρουσφετολογικό περιβάλλον της Τουρκοκρατίας και επιβίωναν στον απελευθερωμένο ως τότε, Ελληνικό χώρο. Ένα από τα βασικότερα εμπόδια για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, αποτελούσε η Μάνη. Η Μάνη ως περιοχή αποτελούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι είχαν αναγνωρίσει ένα καθεστώς αυτονομίας στην περιοχή εισπράττοντας έναν ετήσιο φόρο χωρίς να διατηρούν φρουρές, αυτονομία που διατηρήθηκε και στην Ενετοκρατία.
Κατά την επανάσταση του 1821 οι Μανιάτες διακρίθηκαν σε πολλές περιπτώσεις για την φιλοπατρία και την γενναιότητα τους, αλλά και για την κλίση τους στην ληστεία, στην πειρατεία, στην λαφυραγωγία και στο πλιάτσικο. Η περιοχή της Μάνης ήταν η μοναδική περιοχή που ο Ιμπραήμ απέτυχε να υποτάξει γνωρίζοντας σειρά από ταπεινωτικές ήττες στα ορεινά εδάφη της, ενώ η ανυπακοή των Μανιατών συνεχίστηκε και επί Καποδίστρια, με την Μάνη να βρίσκεται συνεχώς σε εξέγερση. Η κορύφωση της ανυπακοής αυτής ήρθε με την δολοφονία του Κυβερνήτη στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 από τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Αναμφίβολα οι συνήθειες των κατοίκων επηρεάζονταν από το άγονο και ορεινό έδαφος της περιοχής που δεν απέφερε αξιόλογα αγροτικά εισοδήματα. Οι φτωχότεροι Μανιάτες ζούσαν σε σπηλιές, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού οπλοφορούσε (ακόμη και οι παπάδες) ενώ ο βασικότερος τρόπος επίλυσης των διαφορών μεταξύ των φατριών ήταν το δίκαιο του ισχυρότερου, οι βεντέτες και η μονομαχία.
Οι ισχυρότερες οικογένειες των Μανιατών ζούσαν σε μεσαιωνικούς πέτρινους πύργους-φρούρια με πολεμίστρες και οχυρώσεις. Οι πύργοι αυτοί δεν ήταν απλώς γραφικά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν πολεμικά οχυρά εξοπλισμένα με όπλα και κανόνια, που επέτρεπαν στις ισχυρές φατρίες των Μανιατών να διατηρούν την ιδιότυπη ανεξαρτησία τους έναντι της εκάστοτε κεντρικής εξουσίας, αλλά και προς επίλυση των διαφορών μεταξύ τους. Όταν η αντιβασιλεία ανέλαβε την διακυβέρνηση υπήρχαν 800 τέτοιοι πύργοι σε πλήρη λειτουργία. Από την πρώτη στιγμή οι Βαυαροί κατάλαβαν πως για να επιβάλλουν την εξουσία τους στην Μάνη, έπρεπε οι πύργοι αυτοί να αφοπλισθούν και να μετασκευαστούν σε απλές κατοικίες. Για τον λόγο αυτό, στάλθηκε στην Μάνη τον Φεβρουάριο του 1834 ο Λοχαγός Feder με στρατό και χρήματα που θα λάμβαναν οι κάτοικοι ως αποζημίωση για την συμμετοχή τους στο σχέδιο. Αρχικώς ο Feder σημείωσε κάποια περιορισμένη επιτυχία, καθώς εξαγόρασε κάποιους πύργους για να χρησιμοποιηθούν ως κρατικά κτήρια, ενώ Μανιάτες από την Αρεόπολη και το Γύθειο υπόσχονταν ότι θα συμμορφώνονταν με τις κρατικές υποδείξεις. Στην Αρεόπολη οι κάτοχοι πύργων έριξαν μερικές πέτρες, αλλά αμέσως σταμάτησαν προφασιζόμενοι την έλευση του Πάσχα. Αλλά αυτό ήταν μόνο μια δικαιολογία. Είχε εξυφανθεί μια ευρύτερη συνωμοσία των ισχυρότερων φατριών της Μάνης για εξέγερση και ανυπακοή έναντι των Βαυαρών, ώστε η Μάνη να διατηρήσει τα προνόμια της.
Την τρίτη ημέρα του Πάσχα του 1834 στην πλατεία της Αρεόπολης συνέρρευσαν περίπου 200 ένοπλοι Μανιάτες από τις γύρω περιοχές, απαιτώντας να σταματήσουν οι ενέργειες μετασκευής. Στην πόλη σημειώθηκε αναβρασμός που τελικώς εξελίχθηκε σε κανονική εξέγερση, στην οποία συμμετείχε ενεργά και το γυναικείο τμήμα του πληθυσμού. Για να ηρεμήσει η κατάσταση οι πρόκριτοι των Μανιατών απαίτησαν την προσωπική εγγύηση του Βασιλιά Όθωνα ότι δεν θα πλήρωναν φόρους, δεν θα αφοπλίζονταν, δεν θα μετασκεύαζαν τους πύργους τους και δεν θα στρατεύονταν υποχρεωτικά. Ταυτόχρονα απειλούσαν ότι σε περίπτωση που δεν γίνονταν δεκτά τα αιτήματα τους θα απευθύνονταν και στις ξένες αυλές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η εξέγερση ήταν υποκινούμενη από την Ρωσία και το Ρωσικό κόμμα των Ναππαίων ως αντιπερισπασμό στην δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα που είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή στο Ναύπλιο και είχε συγκλονίσει την Ελληνική κοινή γνώμη. Αναμφίβολα σημαντικός παράγοντας που υποδαύλιζε την ανυπακοή των Μανιατών ήταν και το Καθολικό θρήσκευμα του Όθωνα και των Βαυαρών αξιωματούχων του.
Η Βαυαρική κυβέρνηση του Αρμανσμπεργκ υποτίμησε την ένταση και την σημασία της εξέγερσης και τον Μάϊο του 1834 απέστειλε δύο λόχους Βαυαρών οπλιτών για να επιβάλλουν την τάξη στην επαναστατημένη περιοχή. Αρχικώς οι Μανιάτες τους δέχτηκαν φιλικά υποσχόμενοι να συμμορφωθούν. Την επομένη όμως, 400 πάνοπλοι Μανιάτες επιτέθηκαν στους απροετοίμαστους Βαυαρούς που είχαν στρατωνιστεί στην Αρεόπολη και τους συνέλαβαν εύκολα. Τους απελευθέρωσαν αμέσως υπό τον όρο να φύγουν αμέσως από την Μάνη, αλλά κράτησαν 36 οπλίτες που υπό τον αξιωματικό Μαν είχαν αρνηθεί να παραδοθούν. Οι στρατιώτες αυτοί υπέστησαν βασανιστήρια και εξευτελισμούς, ενώ ζητήθηκαν και λύτρα από την κυβέρνηση για την απελευθέρωση τους. Τελικώς απελευθερώθηκαν, αλλά 13 από αυτούς πέθαναν αμέσως πριν καν να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο.
Η κυβέρνηση τότε αποφάσισε να στείλει εκ νέου δυνάμεις τεσσάρων ταγμάτων κατά των εξεγερθέντων. Οι διοικητές τους όμως έκαναν το λάθος να προχωρήσουν προς την μέσα Μάνη και έτσι τον Ιούνιο του 1834 στα στενά του Πασαβά δέχθηκαν την επίθεση των Μανιατών και αποδεκατίστηκαν. Όσοι αιχμαλωτίστηκαν υπέφεραν τα πάνδεινα, καθώς τους γύμνωσαν, και τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους για αγγαρείες. Πολλοί τους πωλούσαν η τους νοίκιαζαν έναντι 1 έως 5 δραχμών (τους αξιωματικούς από 5-10 δρχ), για άλλους ζητούσαν λύτρα, η τους ανάγκαζαν να χορεύουν γυμνοί προς τέρψη των νέων αφεντικών τους. Τελικώς η Βαυαρική κυβέρνηση απέστειλε 5.000 άνδρες, με δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, μια ίλη ιππικού χωροφυλακής και λίγα τάγματα Ελλήνων. Όλη η δύναμη ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Σμάλτς, ενώ προσχώρησαν και 500 Μανιάτες υπό τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη. Στα τέλη Ιουνίου 1834 η μεγάλη αυτή δύναμη βρέθηκε στην Μάνη και αρχικά επιτέθηκε κατά του οχυρού Πετροβουνίου, χωρίς επιτυχία. Δύο λόχοι Ελβετών που στάλθηκαν ως εμπροσθοφυλακή είχαν μεγάλες απώλειες. Ακολούθησαν σημαντικές ήττες για τα κυβερνητικά στρατεύματα, που μάχονταν σε δύσβατες περιοχές που δεν γνώριζαν. Τελικώς ο Σμάλτς διατάχθηκε να υποχωρήσει και έγινες εκ νέου έναρξη των διαπραγματεύσεων, με τον Feder να προσπαθεί πάλι με χρήματα να ειρηνεύσει την περιοχή επικουρούμενος από τους αξιωματικούς Γρηγοράκη Τζανετάκη, Ιωάννη και Κατσάκο Μαυρομιχάλη.
Η ομαλότητα των διαπραγματεύσεων διαταράχθηκε πολλές φορές από σποραδικές εξεγέρσεις φατριών των Μανιατών, αρχικώς υπό τον Μούρτζινο και τους Ανδρουβιστανέους στην Δυτική Μάνη, όπου τους αντιμετώπισε ο Κατσάκος Μαυρομιχάλης με δύο ενωμοτίες χωροφυλάκων. Ακολούθησε νέα σφοδρή επίθεση χιλίων Μανιατών στο Πόρτο - Καγιο και απειλήθηκε αναζωπύρωση του πολέμου. Νέες ενισχύσεις κατέφτασαν στην περιοχή για τους κυβερνητικούς με πυροβολικό και 2 σώματα στρατού που επίσης τέθηκαν υπό τις διαταγές του Σμάλτς. Η ισχυροποίηση των κυβερνητικών δυνάμεων ομαλοποίησε εκ νέου την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ο Feder τελικώς πέτυχε τον σκοπό του με ένα έξυπνο τέχνασμα: οργάνωσε 2 τάγματα ευζώνων από Μανιάτες και διόρισε ως ανώτατους αξιωματικούς τους σημαντικότερους Μανιάτες αρχηγούς φατριών. Η κυβέρνηση επικύρωσε τους διορισμούς, απένειμε τα διπλώματα και τους τίτλους, θέτοντας όμως ως προυπόθεση οι νέοι αξιωματικοί να τροποιήσουν τους πύργους τους σε απλές κατοικίες.
Φαίνεται πως η εκμετάλλευση της ματαιοδοξίας των Μανιατών να επέφερε τελικά την ειρήνευση στην περιοχή, σύμφωνα με τους Μάουρερ και Νέζερ. Η Μάνη τον επόμενο χρόνο πλήρωσε κανονικά φόρους και οι στρατιωτικές κυβερνητικές δυνάμεις αποχώρησαν από την περιοχή. Σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Φίνλεϋ που επισκέφθηκε 25 χρόνια μετά την περιοχή, τίποτε δεν είχε αλλάξει τίποτε στους οχυρωμένους πύργους της περιοχής η στον ανυπότακτο χαρακτήρα των κατοίκων της. Αυτό άλλωστε συμπεραίνεται και από τις αξιοσημείωτες εξεγέρσεις στην περιοχή που έγιναν στο προσεχές χρονικό διάστημα.....
Ι. Β. Δ.
Πηγές
Καίτη Αρώνη - Τσίχλη, Αγροτικές εξεγέρσεις στην παλιά Ελλάδα 1833-1881, εκδόσεις Παπαζήση
Βόλφ Ζάϊντλ, Οι Βαυαροί στην Ελλάδα, εκδόσεις "Ευρωεκδοτική"
ΠΗΓΗ
Κατά την επανάσταση του 1821 οι Μανιάτες διακρίθηκαν σε πολλές περιπτώσεις για την φιλοπατρία και την γενναιότητα τους, αλλά και για την κλίση τους στην ληστεία, στην πειρατεία, στην λαφυραγωγία και στο πλιάτσικο. Η περιοχή της Μάνης ήταν η μοναδική περιοχή που ο Ιμπραήμ απέτυχε να υποτάξει γνωρίζοντας σειρά από ταπεινωτικές ήττες στα ορεινά εδάφη της, ενώ η ανυπακοή των Μανιατών συνεχίστηκε και επί Καποδίστρια, με την Μάνη να βρίσκεται συνεχώς σε εξέγερση. Η κορύφωση της ανυπακοής αυτής ήρθε με την δολοφονία του Κυβερνήτη στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 από τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Αναμφίβολα οι συνήθειες των κατοίκων επηρεάζονταν από το άγονο και ορεινό έδαφος της περιοχής που δεν απέφερε αξιόλογα αγροτικά εισοδήματα. Οι φτωχότεροι Μανιάτες ζούσαν σε σπηλιές, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού οπλοφορούσε (ακόμη και οι παπάδες) ενώ ο βασικότερος τρόπος επίλυσης των διαφορών μεταξύ των φατριών ήταν το δίκαιο του ισχυρότερου, οι βεντέτες και η μονομαχία.
Οι ισχυρότερες οικογένειες των Μανιατών ζούσαν σε μεσαιωνικούς πέτρινους πύργους-φρούρια με πολεμίστρες και οχυρώσεις. Οι πύργοι αυτοί δεν ήταν απλώς γραφικά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν πολεμικά οχυρά εξοπλισμένα με όπλα και κανόνια, που επέτρεπαν στις ισχυρές φατρίες των Μανιατών να διατηρούν την ιδιότυπη ανεξαρτησία τους έναντι της εκάστοτε κεντρικής εξουσίας, αλλά και προς επίλυση των διαφορών μεταξύ τους. Όταν η αντιβασιλεία ανέλαβε την διακυβέρνηση υπήρχαν 800 τέτοιοι πύργοι σε πλήρη λειτουργία. Από την πρώτη στιγμή οι Βαυαροί κατάλαβαν πως για να επιβάλλουν την εξουσία τους στην Μάνη, έπρεπε οι πύργοι αυτοί να αφοπλισθούν και να μετασκευαστούν σε απλές κατοικίες. Για τον λόγο αυτό, στάλθηκε στην Μάνη τον Φεβρουάριο του 1834 ο Λοχαγός Feder με στρατό και χρήματα που θα λάμβαναν οι κάτοικοι ως αποζημίωση για την συμμετοχή τους στο σχέδιο. Αρχικώς ο Feder σημείωσε κάποια περιορισμένη επιτυχία, καθώς εξαγόρασε κάποιους πύργους για να χρησιμοποιηθούν ως κρατικά κτήρια, ενώ Μανιάτες από την Αρεόπολη και το Γύθειο υπόσχονταν ότι θα συμμορφώνονταν με τις κρατικές υποδείξεις. Στην Αρεόπολη οι κάτοχοι πύργων έριξαν μερικές πέτρες, αλλά αμέσως σταμάτησαν προφασιζόμενοι την έλευση του Πάσχα. Αλλά αυτό ήταν μόνο μια δικαιολογία. Είχε εξυφανθεί μια ευρύτερη συνωμοσία των ισχυρότερων φατριών της Μάνης για εξέγερση και ανυπακοή έναντι των Βαυαρών, ώστε η Μάνη να διατηρήσει τα προνόμια της.
Την τρίτη ημέρα του Πάσχα του 1834 στην πλατεία της Αρεόπολης συνέρρευσαν περίπου 200 ένοπλοι Μανιάτες από τις γύρω περιοχές, απαιτώντας να σταματήσουν οι ενέργειες μετασκευής. Στην πόλη σημειώθηκε αναβρασμός που τελικώς εξελίχθηκε σε κανονική εξέγερση, στην οποία συμμετείχε ενεργά και το γυναικείο τμήμα του πληθυσμού. Για να ηρεμήσει η κατάσταση οι πρόκριτοι των Μανιατών απαίτησαν την προσωπική εγγύηση του Βασιλιά Όθωνα ότι δεν θα πλήρωναν φόρους, δεν θα αφοπλίζονταν, δεν θα μετασκεύαζαν τους πύργους τους και δεν θα στρατεύονταν υποχρεωτικά. Ταυτόχρονα απειλούσαν ότι σε περίπτωση που δεν γίνονταν δεκτά τα αιτήματα τους θα απευθύνονταν και στις ξένες αυλές. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η εξέγερση ήταν υποκινούμενη από την Ρωσία και το Ρωσικό κόμμα των Ναππαίων ως αντιπερισπασμό στην δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα που είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή στο Ναύπλιο και είχε συγκλονίσει την Ελληνική κοινή γνώμη. Αναμφίβολα σημαντικός παράγοντας που υποδαύλιζε την ανυπακοή των Μανιατών ήταν και το Καθολικό θρήσκευμα του Όθωνα και των Βαυαρών αξιωματούχων του.
Η Βαυαρική κυβέρνηση του Αρμανσμπεργκ υποτίμησε την ένταση και την σημασία της εξέγερσης και τον Μάϊο του 1834 απέστειλε δύο λόχους Βαυαρών οπλιτών για να επιβάλλουν την τάξη στην επαναστατημένη περιοχή. Αρχικώς οι Μανιάτες τους δέχτηκαν φιλικά υποσχόμενοι να συμμορφωθούν. Την επομένη όμως, 400 πάνοπλοι Μανιάτες επιτέθηκαν στους απροετοίμαστους Βαυαρούς που είχαν στρατωνιστεί στην Αρεόπολη και τους συνέλαβαν εύκολα. Τους απελευθέρωσαν αμέσως υπό τον όρο να φύγουν αμέσως από την Μάνη, αλλά κράτησαν 36 οπλίτες που υπό τον αξιωματικό Μαν είχαν αρνηθεί να παραδοθούν. Οι στρατιώτες αυτοί υπέστησαν βασανιστήρια και εξευτελισμούς, ενώ ζητήθηκαν και λύτρα από την κυβέρνηση για την απελευθέρωση τους. Τελικώς απελευθερώθηκαν, αλλά 13 από αυτούς πέθαναν αμέσως πριν καν να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο.
Η κυβέρνηση τότε αποφάσισε να στείλει εκ νέου δυνάμεις τεσσάρων ταγμάτων κατά των εξεγερθέντων. Οι διοικητές τους όμως έκαναν το λάθος να προχωρήσουν προς την μέσα Μάνη και έτσι τον Ιούνιο του 1834 στα στενά του Πασαβά δέχθηκαν την επίθεση των Μανιατών και αποδεκατίστηκαν. Όσοι αιχμαλωτίστηκαν υπέφεραν τα πάνδεινα, καθώς τους γύμνωσαν, και τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους για αγγαρείες. Πολλοί τους πωλούσαν η τους νοίκιαζαν έναντι 1 έως 5 δραχμών (τους αξιωματικούς από 5-10 δρχ), για άλλους ζητούσαν λύτρα, η τους ανάγκαζαν να χορεύουν γυμνοί προς τέρψη των νέων αφεντικών τους. Τελικώς η Βαυαρική κυβέρνηση απέστειλε 5.000 άνδρες, με δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, μια ίλη ιππικού χωροφυλακής και λίγα τάγματα Ελλήνων. Όλη η δύναμη ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Σμάλτς, ενώ προσχώρησαν και 500 Μανιάτες υπό τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη. Στα τέλη Ιουνίου 1834 η μεγάλη αυτή δύναμη βρέθηκε στην Μάνη και αρχικά επιτέθηκε κατά του οχυρού Πετροβουνίου, χωρίς επιτυχία. Δύο λόχοι Ελβετών που στάλθηκαν ως εμπροσθοφυλακή είχαν μεγάλες απώλειες. Ακολούθησαν σημαντικές ήττες για τα κυβερνητικά στρατεύματα, που μάχονταν σε δύσβατες περιοχές που δεν γνώριζαν. Τελικώς ο Σμάλτς διατάχθηκε να υποχωρήσει και έγινες εκ νέου έναρξη των διαπραγματεύσεων, με τον Feder να προσπαθεί πάλι με χρήματα να ειρηνεύσει την περιοχή επικουρούμενος από τους αξιωματικούς Γρηγοράκη Τζανετάκη, Ιωάννη και Κατσάκο Μαυρομιχάλη.
Η ομαλότητα των διαπραγματεύσεων διαταράχθηκε πολλές φορές από σποραδικές εξεγέρσεις φατριών των Μανιατών, αρχικώς υπό τον Μούρτζινο και τους Ανδρουβιστανέους στην Δυτική Μάνη, όπου τους αντιμετώπισε ο Κατσάκος Μαυρομιχάλης με δύο ενωμοτίες χωροφυλάκων. Ακολούθησε νέα σφοδρή επίθεση χιλίων Μανιατών στο Πόρτο - Καγιο και απειλήθηκε αναζωπύρωση του πολέμου. Νέες ενισχύσεις κατέφτασαν στην περιοχή για τους κυβερνητικούς με πυροβολικό και 2 σώματα στρατού που επίσης τέθηκαν υπό τις διαταγές του Σμάλτς. Η ισχυροποίηση των κυβερνητικών δυνάμεων ομαλοποίησε εκ νέου την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ο Feder τελικώς πέτυχε τον σκοπό του με ένα έξυπνο τέχνασμα: οργάνωσε 2 τάγματα ευζώνων από Μανιάτες και διόρισε ως ανώτατους αξιωματικούς τους σημαντικότερους Μανιάτες αρχηγούς φατριών. Η κυβέρνηση επικύρωσε τους διορισμούς, απένειμε τα διπλώματα και τους τίτλους, θέτοντας όμως ως προυπόθεση οι νέοι αξιωματικοί να τροποιήσουν τους πύργους τους σε απλές κατοικίες.
Φαίνεται πως η εκμετάλλευση της ματαιοδοξίας των Μανιατών να επέφερε τελικά την ειρήνευση στην περιοχή, σύμφωνα με τους Μάουρερ και Νέζερ. Η Μάνη τον επόμενο χρόνο πλήρωσε κανονικά φόρους και οι στρατιωτικές κυβερνητικές δυνάμεις αποχώρησαν από την περιοχή. Σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Φίνλεϋ που επισκέφθηκε 25 χρόνια μετά την περιοχή, τίποτε δεν είχε αλλάξει τίποτε στους οχυρωμένους πύργους της περιοχής η στον ανυπότακτο χαρακτήρα των κατοίκων της. Αυτό άλλωστε συμπεραίνεται και από τις αξιοσημείωτες εξεγέρσεις στην περιοχή που έγιναν στο προσεχές χρονικό διάστημα.....
Ι. Β. Δ.
Πηγές
Καίτη Αρώνη - Τσίχλη, Αγροτικές εξεγέρσεις στην παλιά Ελλάδα 1833-1881, εκδόσεις Παπαζήση
Βόλφ Ζάϊντλ, Οι Βαυαροί στην Ελλάδα, εκδόσεις "Ευρωεκδοτική"
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου