του Μάνου Χατζηδάκη
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του πρώτου μισού του 20ού αιώνος, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο για μία ολόκληρη 30ετία από το 1940 έως το 1941. Η συμβολή του στην εξέλιξη της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας υπήρξε εντελώς καθοριστική.
Από νεαρός ανθυπολοχαγός το 1896 μέχρι και του θανάτου του το 1941, ο Μεταξάς κρατούσε ημερολόγιο, το οποίο αποτελεί όχι μόνον μαρτυρία για την ζωή του, αλλά και μία από τις πολυτιμότερες πηγές της ιστορίας της νεωτέρας Ελλάδος.
Μελετώντας κάποιος το ημερολόγιο του Μεταξά, θα εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι την περίοδο 1896-97 εμφανίζεται ως αντιβασιλικός και αγνωστικιστής, προφανώς επηρεασμένος από το φιλελεύθερο πνεύμα της Εθνικής Εταιρείας, της οποίας ήταν τότε ένθερμο μέλος. Τούτο διαφαίνεται από πληθώρα εγγραφών του Ημερολογίου του, ενώ αποκαλεί ως ευαγγέλιό του τον «Φάουστ» του Γκαίτε.
Η γνωριμία του με τον, Διάδοχο τότε, Κωνσταντίνο, κατά τον πόλεμο του 1897, θα τον μεταβάλει. Γίνεται μοναρχικός και αντικοινοβουλευτικός, όπως καταμαρτυρά και πάλι το ημερολόγιό του. Χαρακτηριστική είναι η εγγραφή του: «Αγών ήρχισε μεταξύ Διαδόχου και κoινoβoυλευτισμoύ. Ε! κάτι θα κάμω και εγώ διά να πιω ολίγον αίμα κοινoβoυλευτικόν» (Εγγρ. 22/4 Νοεμβρίου 1899).
Η εύνοια του Κωνσταντίνου και η μετάβαση του στην Γερμανία θα διαμορφώσουν περαιτέρω τον χαρακτήρα του αλλά και θα ενισχύσουν τις ιδέες του. Στο Βερολίνο δεν θα λάβει μόνον την εξαίρετη επιτελική του μόρφωση, αλλά θα ζήση και κοσμοπολίτικη ζωή. Εκεί αναπτύσσει και έντονη ερωτική ζωή, καθώς και την πρώτη του επαφή με την μουσική του Βάγκνερ, τις καλές τέχνες και την ποίηση, πράγματα που αγαπούσε έκτοτε σε όλη του την ζωή.
Παράλληλα, η επαφή του με την πρωσική αριστοκρατία θα τον κάμει να θαυμάσει το γερμανικό πνεύμα, αλλά και θα του αναδείξει περιστασιακά την υπερηφάνεια για την ευγενή του καταγωγή. «Είμαι στρατιωτικός και ευγενής και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος μου», θα γράψει χαρακτηριστικά. «Μου είναι αδιάφορον αν ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος. Δεν εξετάζω αν αι πράξεις του προξενούν καλόν ή κακόν εις το Έθνος. Τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει. Η θέλησίς του είναι διʼ εμέ νόμoς» (Εγγρ. 18/31 Μαρτίου 1900-Γερμανία).
Η διάψευσή του στην πίστη του για την νίκη της Γερμανίας κατά τον Αʼ Παγκόσμιο Πόλεμο θα τον ωριμάσει. «Sursum corda» (Άνω σχώμεν τας καρδίας) θα σημειώσει την επομένη της γερμανικής ήττας. Η κάθοδός του στην πολιτική από το 1922 θα συνοδευθεί και από την έντονη αλλαγή του σε συνεπή κοινοβουλευτικό και ιδεαλιστή της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα του, το ονόμασε κόμμα των Ελευθεροφρόνων. «Θεωρώ πολιτικήν ελευθερίαν ως ύψιστον αγαθόν», υπεστήριζε (2-4-1922).
Όπως γράφει μάλιστα, ο τότε συνεργάτης του Μιλτιάδης Μάλαινος: «Τότε επίστευεν, ή τουλάχιστον διεκήρυσσεν ότι επίστευεν, εις την δημοκρατίαν, την ιδέαν της ελευθερίας και την δημιουργίαν ενός νέου πολιτικού κόσμου περισσότερον συγχρονισμένου και ικανωτέρου να εξυπηρετήση τα γενικά της Χώρας συμφέροντα» («4η Αυγούστου - Πώς και διατί επεβλήθη», σελ. 13).
Και πράγματι, αγωνίστηκε με τον πιο ιδεαλιστικό και έντιμο τρόπο εντός του κοινοβουλευτισμού, αποβλέποντας να αποτελέσει την τρίτη λύση μεταξύ βεvιζελικών και αντιβενιζελικών. Όμως, ο κλονισμός της εκλογικής του αποτυχίας το 1928 και κυρίως η θνησιγένεια της Δημοκρατίας από τα αλλεπάλληλα κινήματα του 1933 και του 1935, θα του αναστήσουν - υπό άλλη όμως και πιο φιλοσοφημένη μορφή - τον αντικοινοβουλευτισμό του.
Φανερά πλέον από το 1934 εξαγγέλλει απεριφράστως την ανεπάρκεια του κοινοβουλευτισμού - επηρεασμένος φυσικά και από τις διεθνείς συνθήκες της εποχής: ««Διʼ ημάς τους Έλληνας το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνωμεν εις τον κοινoβoυλευτισμόν, αλλά διά ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Διά της θύρας του Κομμουνισμού ή διά της θύρας του Εθνικού Κράτους;», έγραφε στην «Καθημερινή» στις 6-1-1934. Και την απάντηση την έδωσε ο ίδιος 2,5 χρόνια αργότερα, στις 4 Αυγούστου 1936.
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε μία πολυσύνθετη προσωπικότητα με μεγάλα ηγετικά προσόντα. Κατά πρώτον λόγο υπήρξε μία επιτελική ιδιοφυία. «Ο πρώτος Έλλην επιτελικός του αιώνα μας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης («Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», Τόμος Αʼ σελ. 14).
Πρωτεύσας στην Σχολή Ευελπίδων. Διακριθείς στην φημισμένη Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Υπασπιστής και βασικός στρατιωτικός σύμβουλος του Ελευθέριου Βενιζέλου από το 1910 έως το 1915. Υπήρξε ο εγκέφαλος, ο στρατιωτικός και επιτελικός νους του Επιτελείου των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 που διπλασίασαν την Ελλάδα, φθάνοντας από τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη να αναλάβει το 1915 μέχρι και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου.
Επιτελικός διεθνούς φήμης, υπήρξε ο μόνος που προέβλεψε την αποτυχία της Αντάντ στην εκστρατεία της Καλλιπόλεως. Και ενώ λόγω πεποιθήσεως δεν προέβλεψε την κατάληξη του Αʼ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε όμως και πάλι ο μόνος που από το 1914 αντετάχθη στην Μικρασιατική εκστρατεία, για να δικαιωθεί και πάλι κατά τρόπο τόσο τραγικό. Υπήρξε τέλος από τους λίγους διεθνώς που προέβλεψαν από ενωρίς τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ο κατευθύνων νους του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και της ελληνικής νίκης το 1940-41.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μία άλλη στρατιωτική φυσιογνωμία, ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος έγραφε: «Ο Ιωάννης Μεταξάς, ως προς την θεωρητικήν επιτελικήν μόρφωσιν, ήτο κατʼ εμέ, ο άριστος των Ελλήνων αξιωματικών του Επιτελείου. Ήτο επί πλέον άνθρωπος με εξαιρετικήν αντiληψιν και βαθυτάτην κρίσιν» («Απομνημονεύματα», Τόμος Αʼ, σελ. 265).
Επίσης, ο βασιλεύς Γεώργιος Βʼ είχε πει γιʼ αυτόν: «Εις τους Bαλκαvικoύς του 1912, ο Μεταξάς ήτο ο Επιτελάρχης και όχι ο Δούσμανης ή οι άλλοι. Και εις την Μικράν Aσίαν, αν τον είχαν ακούσει τον Μεταξά, θα ήτο πιθανόν διαφορετική η εξέλιξις. Τέλος δε εις τον πόλεμον του ʽ40 τον αγώνα τον διηύθυνα ο ίδιος με τον Μεταξά όσον έζη» (Σπυρίδων Μαρκεζίνης, «Τα εις εαυτόν», σελ. 83).
Και ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης τον χαρακτηρίζει «αυθεντία στα στρατιωτικά», συμπληρώνων: «Το κύρος του ως στρατιωτικού ήταν πράγματι υψηλό, όχι μόνο απέναντι του Βασιλέως, αλλά και πολλών ξένων ηγετών, πολιτικών και στρατιωτικών» («Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος», Τόμος Αʼ, σελ. 179).
Ο Ιωάννης Μεταξάς ως πολιτικός είχε κατά τον Παναγιώτη Βατικιώτη: «Ριζοσπαστικές κοινωνικές ιδέες, ή τουλάχιστον ριζοσπαστικές ιδέες για τα κοινωνικά προβλήματα της Ελλάδος» («Μια πολιτική βιογραφία του Ιωάννη Μεταξά», σελ. 373).
Ενώ, ο καθηγητής Δημήτριος Τσάκωνας γράφει: «Ο Μεταξάς, Έλλην πηγαίος και δημοτικιστής, εάν αφαιρέση τις την ιδεολογικήν φλυαρίαν, εγκατέστησε ένα καθεστώς που έκανε ορθάς πράξεις. Τελών υπό την επίδρασιν των ιδεών του Ίωνος Δραγούμη, απηχθάνετο εντόνως τον βερμπαλισμόν και τας ανόστους πατριωτικάς μεγαλαυχίας της δεξιάς» («Κοινωνιολογία του Νεοελληνικού Πνεύματος», σελ. 142).
Ιδιοφυής, ιδεαλιστής, οργανωτικός, ευαίσθητος και με μεγάλα διοικητικά προσόντα, υπήρξε η προσωποποίηση αυτού που αποκαλούμε «διανοούμενος πολιτικός». Παρότι όμως υπήρξε - μαζί με τον Βενιζέλο - η σημαντικότερη πολιτική φυσιογνωμία της εποχής του και επιτυχημένος κυβερνήτης, δεν πέτυχε ως κοινοβουλευτικός αρχηγός. Και τούτο διότι σε εποχές οξύνσεως των παθών δεν επικρατούν παρά οι αδιάλλακτοι που τα συντηρούν. Αλλά και διότι δεν είχε το χάρισμα του δημαγωγού και λαοπλάνου.
Γιʼ αυτό και ο Μιλτιάδης Μάλαινος εξηγεί ότι ο Μεταξάς «εδυσπίστει προς το πλήθος και τας αρετάς του. Και επειδή παρά την αξίαν του δεν κατόρθωσε να το δαμάσει - διότι δεν ήτο προικισμένος με τα προσόντα του δημαγωγού - ησθάνετο κατά βάθος αποστροφήν και περιφρόνησιν προς την μάζαν». Εξʼ άλλου και ο Θάνος Βερέμης παραδέχεται: «Ο Μεταξάς ήταν ισάξιος του Βενιζέλου σε πολιτική διορατικότητα, αλλά υπολειπόταν σε προσωπικότητα και ακτινοβολία» («Ο Μεταξάς και η εποχή του», Εισαγωγή, σελ. 16).
Πέραν όμως από τα έμφυτα ηγετικά προσόντα του, ο Μεταξάς είχε και μία βαθύτατη μόρφωση. Ήταν βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και λάτρης των Καλών Τεχνών, γεγονότα που σαφώς φαίνονται και από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του και τις σκέψεις του στο «Τετράδιο Σκέψεων».
Ως χαρακτήρας, ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ισχυρά προσωπικότητα, αλλά περίεργη ιδιοσυγκρασία που διαφαίνεται στο ημερολόγιό του: «Η ατσαλένια αυτοκυριαρχία δεν προλαβαίνει συχνά να χαλιναγωγήσει μια πληθωρική φαντασία που έχει την τάσι να δημιουργεί συστηματική καχυποψία», παρατηρεί ο σχολιαστής του ημερολογίου του Πέτρος Σιφναίος και σε αυτό έμοιαζε προς την ψυχοσύνθεση του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Συγκεκριμένα, ο πιο στενός συνεργάτης του Κώστας Μανιαδάκης έλεγε: «Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν άνθρωπος ο οποίος ενίοτε έπασχεν από διαλείψεις ψυχικής καταθλίψεως, όμως τις ξεπερνούσε σύντομα και εύκολα και την ζωήν του την χαρακτήριζε κυρίως θεληματικότης, δημιουργικότης και ζωτικότης. Η ζωή του ήταν μία συνεχής μάχη μεταξύ απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας και νικούσε πάντοτε η αισιοδοξία, την οποίαν μάλιστα προσπαθούσε να μεταδώση στους άλλους. Υπήρχαν στιγμές που ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν υπερβολικά διστακτικός και νουνεχής. Και στιγμές που ήταν υπερβολικά τολμηρός καιριψοκίνδυνος».
Ως ηγέτης, ο Μεταξάς υπήρξε ακόμη και για αντιθέτους του όπως ο Καπογιαννόπουλος: «Ευφυής, με πλατεία μόρφωσι, με γόνιμη φαντασiα, με πνεύμα οργανωτικό, με αδάμαστη θέλησι, με ζηλευτή ευθυκρισiα».
Κατά τον ναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου υπήρξε: «Μία από τις ισχυρότερες διάνοιες που εγνώρισε ποτέ ο Τόπος. Εάν επιζούσε ο Μεταξάς, πιστεύω μετά βαθυτάτης πεποιθήσεως ότι η τύχη της Πατρίδος θα ήτο διαφορετική» («Απομνημονεύματα», σελ. 196).
Ενώ κατά τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη: «Και ως υπουργός των Εξωτερικών υπήρξε από τους καλύτερους που είδε στην εποχή μας η Ελλάς» (ε.α. σελ. 14).
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε - μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο - η κορυφαία ηγετική προσωπικότητα του πρώτου μισού του 20ού αιώνος, με μέγιστο επίτευγμά του την δημιουργία του έπους του 1940-41, του οποίου υπήρξε ο βασικότερος συντελεστής. Υπήρξε επίσης τυχερός, διότι ο θάνατός του τον βρήκε κατά την διάρκεια της εποποιίας του ʽ40.
«Υπήρξε η μόνη από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της Ελλάδος που έτυχε μοναδικής ευθανασίας», παρατηρεί εύστοχα ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης. Και όπως είπε μετά τον θάνατό του, ο Άντονυ Ήντεν: «Μία μικρή χώρα όπως η Ελλάς, δεν δύναται να αναδείξη δύο άνδρες της ολκής αυτής εντός της ιδίας γενεάς».
*Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Μάνου Χατζηδάκη για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στα γραφεία της Οργάνωσης Πειραιώς του Εθνικού Μετώπου.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου