Τρίτη 24 Απριλίου 2012

"Οκτώ χρόνια μετά από το δημοψήφισμα,τι επιδιώκουμε";


Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Στο δημοψήφισμα του 2004 σχεδόν οκτώ στους δέκα Ελληνοκύπριους τάχθηκαν ανεπιφύλακτα εναντίον του Σχεδίου Ανάν. Παρά ταύτα λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα συναφή δεδομένα δεν εγκαταλείφθηκε τελικά η φιλοσοφία της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Ο τότε Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος υιοθέτησε τη θέση για εξεύρεση λύσης στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όμως με «το σωστό περιεχόμενο». Στα πλαίσιο αυτό επεδιώκοντο, μεταξύ άλλων, εχέγγυα για την εφαρμογή των τριών βασικών ελευθεριών καθώς και η σφυρηλάτηση της ενότητας του κράτους.


Με την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στην Προεδρία το 2008 επανήλθε ξανά στο προσκήνιο η φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν. Έκτοτε οι συνομιλίες λαμβάνουν χώρα με βάση αυτό το δεδομένο που άλλωστε αποτελούσε τη συμβατική φιλοσοφία πριν από το δημοψήφισμα. Ήταν αναμενόμενο ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις.

Μετά από μια σειρά διολισθήσεων και συνεχούς αποπροσανατολισμού το ερώτημα παραμένει: Ποιά φιλοσοφία υιοθετούμε ως βάση για λύση του προβλήματος; Είναι θεμιτό να υφίστανται διαφορετικές απόψεις. Η ουσία είναι να καταλήξουμε μέσα από ένα συνεχή προβληματισμό σε μια κοινή θέση με τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία. Το ΑΚΕΛ ακολουθεί τη συμβατική φιλοσοφία της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως εκφράσθηκε με τις Ιδέες Γκάλι και το Σχέδιο Ανάν. Ο ΔΗΣΥ προκρίνει τη θέση για μια αποκεντρωμένη ή/και χαλαρή διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με στόχο τη ελαχιστοποίηση των τριβών. Τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου προκρίνουν ως επί το πλείστον τη διζωνική δικοινοτική με «το σωστό περιεχόμενο» ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αμφισβητείται και η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία χωρίς να προσδιορίζεται ακριβώς το ζητούμενο. Και επειδή πολλές φορές γίνεται λόγος για ευρωπαϊκή λύση υπενθυμίζεται ότι αυτή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα διάφορων προσεγγίσεων και φιλοσοφιών. Για παράδειγμα, και το Βέλγιο θεωρείται ευρωπαϊκό μοντέλο όπως και η Ισπανία. Ακόμα και η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας κατέστη ευρωπαϊκή λύση. Κάποτε προβάλλεται και η θέση για συνομιλίες με μηδενική βάση (χωρίς να προσδιορίζεται όμως το ζητούμενο). Προφανώς όλα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν. Ενώ οι Ελληνοκύπριοι είναι σαφείς ως προς το τι δεν θέλουν ποτέ δεν διατύπωσαν ευθαρσώς και ξεκάθαρα ως πλειοψηφικό ρεύμα το τι επιθυμούν.

Είναι καθοριστικής σημασίας να προτάξουμε θέσεις οι οποίες να συγκεντρώνουν τη στήριξη της πλειοψηφίας αλλά και να έχουν την ανοχή εάν όχι την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας. Εάν μας ενδιαφέρει η αποκατάσταση της ενότητας του κράτους και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας τότε είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε από το ομοσπονδιακό πλαίσιο. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται υιοθέτηση της φιλοσοφίας της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως συζητείται. Το ελάχιστο είναι η επιδίωξη της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με «το σωστό περιεχόμενο», δηλαδή μία διπεριφερειακή ομοσπονδία με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση και με σεβαστές τις τρεις βασικές ελευθερίες, μια λειτουργική ομοσπονδία με χαλαρή διζωνικότητα. Από την άλλη το μέγιστο είναι να προτείνουμε την ιδέα της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας με μια εξελικτική προσέγγιση. Άλλωστε όπως υποδεικνύουν και αρκετοί ξένοι αναλυτές και διπλωμάτες η εξελικτική προσέγγιση είναι τις περισσότερες φορές όχι μόνο πολύ πιο αποτελεσματική αλλά και πιο εφικτή.

Ούτως ή άλλως ένα από τα ερωτήματα τα οποία τίθενται για τη δική μας πλευρά είναι πως αξιολογούμε το κεφάλαιο της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και τούτο επειδή η τουρκική πλευρά ξεκάθαρα υπογραμμίζει τον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας ως στοιχείο μιας ενδεχόμενης λύσης και την υποκατάσταση της από ένα νέο κρατικό μόρφωμα. Από την ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να σημειωθεί ότι μέρος των πολιτικών δυνάμεων δεν φαίνεται να θεωρούν αυτό το θέμα ως μείζον. Και όμως είναι καθοριστικό καθώς τίθενται θέματα νομιμοποίησης που είναι απαραίτητα συστατικά για τη λειτουργικότητα και βιωσιμότητα της λύσης. Πραγματικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα συναφή δεδομένα περιλαμβανομένων και των ευρύτερων ανακατατάξεων στο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, επέστη η στιγμή να ξεκαθαρίσουμε και προς τα έσω και προς τα έξω τι πραγματικά επιδιώκουμε.




*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. 


ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου