Ο πρώην πρόεδρος της Αργεντινής, Φερνάντο Ντε Λα Ρούα, πρόκειται να βρεθεί ενώπιον του δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου με την κατηγορία της διαφθοράς. Κανείς δε μπορεί να ξεχάσει την εγκατάλειψη του προεδρικού μεγάρου με ελικόπτερο, όταν χρεοκόπησε η χώρα το 2001. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Τα κεντρικά σημεία της οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή ήταν: η ισχυρότατη ύφεση, η οποία έπληξε τη χώρα το χρονικό διάστημα 1998-1999 και η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 2001-2002, η οποία ουσιαστικά ήταν το φυσικό επακόλουθο της ύφεσης. Η ύφεση το 1999 βρισκόταν στο ύψος του -4%, η οποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του ΔΝΤ και των ιδιωτικών τραπεζών.
Κατ’επέκταση η ανεργία αυξήθηκε και οι πολίτες πραγματοποιούσαν μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν το 2001 σε ένα σημαντικό και δυναμικό παράγοντα της πολιτικής.
Λόγω της ανεργίας, η όποια μάστιζε τη χώρα, παρατηρήθηκαν διάφορα φαινόμενα. Σημειώθηκε μεγάλη αύξηση στην «άτυπη» οικονομία, δηλαδή λειτουργούσαν μικρές επιχειρήσεις, χωρίς νόμιμες άδειες και φορολογικές δηλώσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα, μεταξύ άλλων, ήταν οι Cartoneros, οι οποίοι μάζευαν ανακυκλώσιμα υλικά, όπως χαρτικά και χαρτοκιβώτια, από τα σκουπίδια και στη συνέχεια τα πουλούσαν.
Επίσης, έκαναν την εμφάνιση τους τα «χρεωστικά ομόλογα», με τη χρήση των οποίων, οι εργαζόμενοι στους δήμους και οι δημόσιοι υπάλληλοι «πληρώνονταν» μέχρι και το 50% του μισθού τους. Αυτά τα ομόλογα είχαν τη μορφή χαρτονομίσματος, γίνονταν αποδεκτά από πολλά καταστήματα της χώρας, αλλά η αξία τους υπολογιζόταν χαμηλότερα από το αναγραφόμενο ποσόν.
Δημιουργήθηκαν και «ανταλλακτήρια τροφίμων», μέσω των οποίων προωθούνταν ανταλλαγές τροφίμων και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, τομάτες ανταλλάσσονταν με αυγά, κρέας και λαχανικά.
Αυτό το φαινόμενο εξελίχθηκε μαζικά το 2001, με αποτέλεσμα η κάθε γειτονιά να έχει το δικό της «ανταλλακτήριο τροφίμων» και να εκδοθεί νόμισμα από την εκπροσώπηση των ανταλλακτηρίων, το οποίο χρησιμοποιούνταν ακόμα και για την αγορά ακινήτων.
Λόγω όλων αυτών των συνθηκών και της αποτελμάτωσης της οικονομίας, απαιτήθηκε από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού η υποτίμηση του νομίσματος. Η απαίτηση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την κυβέρνηση, καθώς φοβήθηκε την περαιτέρω μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, αλλά και τις επιθέσεις των κερδοσκόπων.
Τότε, η κυβέρνηση επέλεξε να συνδεθεί το επίσημο νόμισμα της Αργεντινής με μια συγχώνευση νομισμάτων, η οποία αποτελούνταν κατά 50% από ευρώ και κατά 50% από δολάρια. Με αυτό τον τρόπο, η οικονομία εμφάνισε μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης, όμως η εμφάνιση της παγκόσμιας ύφεσης, η οποία προκλήθηκε από το τρομοκρατικό χτύπημα στην Αμερική στις 11-9-2001, επιβεβαίωσε την άρνηση των οικονομολόγων σε αυτή την τεχνική. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν οι επενδυτές την εμπιστοσύνη τους απέναντι στις αγορές.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής, το Νοέμβριο του 2001, ανακοίνωσε ότι δε μπορούσε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ σε σχέση με τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Από την πλευρά του, το ΔΝΤ αρνήθηκε να δώσει το δάνειο ύψους 1.25 δις $, το οποίο είχε προγραμματιστεί. Αυτή η είδηση «έσκασε» σα βόμβα για τις παγκόσμιες χρηματαγορές, με αποτέλεσμα να αποσυρθούν κεφάλαια από τη χώρα με ταχύτατους ρυθμούς, γεγονός το οποίο προκάλεσε τεράστια κρίση σε όλο το τραπεζικό σύστημα.
Η κυβέρνηση για να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή εισήγαγε αμέσως μια νομοθετική διάταξη, η οποία επέτρεπε ανάληψη μέχρι 250 πέσος από τους τραπεζικούς λογαριασμούς την εβδομάδα. Η ενέργεια αυτή, αποσκοπούσε στο να εμποδίσει την ανταλλαγή πέσος με δολάρια, επειδή το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει.
Αυτή η ενέργεια επιδείνωσε τη κατάσταση τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Οι πολίτες εξαγριώθηκαν με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί μια γενική απεργία στις 13 Δεκεμβρίου, η οποία κατέληξε σε μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις στις 19 και 20 Δεκεμβρίου, χάνοντας τη ζωή τους συνολικά 28 άνθρωποι. Την επόμενη μέρα, στις 21 Δεκεμβρίου, ο Φερνάντο Ντε Λα Ρούα παραιτήθηκε, εγκαταλείποντας το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο, καθώς το συγκεντρωμένο πλήθος τον είχε περικυκλώσει.
Σήμερα, 10 χρόνια μετά, θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου με την κατηγορία της διαφθοράς. Η κυβέρνηση του Ντε Λα Ρούα, ο οποίος ήταν πρόεδρος από το 1999 μέχρι την κρίση του 2001, κατηγορείται από τον Μάριο Ποντακουάρτο, υψηλόβαθμο υπάλληλο του κοινοβουλίου, ότι κατέβαλε πέντε εκατομμύρια σε δωροδοκίες, με σκοπό να εγκριθεί από την Γερουσία η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας το 2000. Για την ίδια υπόθεση έχουν κατηγορηθεί ο πρώην υπουργός Εργασίας Αλμπέρτο Φλαμαρίκε, πέντε πρώην γερουσιαστές και ένας υπάλληλος της Γερουσίας. Στη δίκη θα κληθούν για κατάθεση περίπου 300 μάρτυρες.
Η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, η οποία ακυρώθηκε το 2004, ήταν ένας από τους όρους που είχε θέσει το ΔΝΤ στην Αργεντινή για την αποδέσμευση ενός δανείου. Από την πλευρά του, ο πρώην πρόεδρος έχει διαψεύσει ότι η κυβέρνηση του δωροδόκησε για να τροποποιηθεί ο νόμος και υποστηρίζει ότι είναι θύμα πολιτικών και δικαστικών διώξεων.
Αναμένουμε, λοιπόν, την απόφαση του δικαστηρίου για την κυβέρνηση, η οποία χρεοκόπησε και έφερε στο χείλος της καταστροφής την Αργεντινή με θύμα τον λαό της.
ΠΗΓΗ
Τα κεντρικά σημεία της οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή ήταν: η ισχυρότατη ύφεση, η οποία έπληξε τη χώρα το χρονικό διάστημα 1998-1999 και η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 2001-2002, η οποία ουσιαστικά ήταν το φυσικό επακόλουθο της ύφεσης. Η ύφεση το 1999 βρισκόταν στο ύψος του -4%, η οποία κατέληξε σε στασιμότητα το 2000, παρά τα τεράστια δάνεια εκ μέρους του ΔΝΤ και των ιδιωτικών τραπεζών.
Κατ’επέκταση η ανεργία αυξήθηκε και οι πολίτες πραγματοποιούσαν μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν το 2001 σε ένα σημαντικό και δυναμικό παράγοντα της πολιτικής.
Λόγω της ανεργίας, η όποια μάστιζε τη χώρα, παρατηρήθηκαν διάφορα φαινόμενα. Σημειώθηκε μεγάλη αύξηση στην «άτυπη» οικονομία, δηλαδή λειτουργούσαν μικρές επιχειρήσεις, χωρίς νόμιμες άδειες και φορολογικές δηλώσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα, μεταξύ άλλων, ήταν οι Cartoneros, οι οποίοι μάζευαν ανακυκλώσιμα υλικά, όπως χαρτικά και χαρτοκιβώτια, από τα σκουπίδια και στη συνέχεια τα πουλούσαν.
Επίσης, έκαναν την εμφάνιση τους τα «χρεωστικά ομόλογα», με τη χρήση των οποίων, οι εργαζόμενοι στους δήμους και οι δημόσιοι υπάλληλοι «πληρώνονταν» μέχρι και το 50% του μισθού τους. Αυτά τα ομόλογα είχαν τη μορφή χαρτονομίσματος, γίνονταν αποδεκτά από πολλά καταστήματα της χώρας, αλλά η αξία τους υπολογιζόταν χαμηλότερα από το αναγραφόμενο ποσόν.
Δημιουργήθηκαν και «ανταλλακτήρια τροφίμων», μέσω των οποίων προωθούνταν ανταλλαγές τροφίμων και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, τομάτες ανταλλάσσονταν με αυγά, κρέας και λαχανικά.
Αυτό το φαινόμενο εξελίχθηκε μαζικά το 2001, με αποτέλεσμα η κάθε γειτονιά να έχει το δικό της «ανταλλακτήριο τροφίμων» και να εκδοθεί νόμισμα από την εκπροσώπηση των ανταλλακτηρίων, το οποίο χρησιμοποιούνταν ακόμα και για την αγορά ακινήτων.
Λόγω όλων αυτών των συνθηκών και της αποτελμάτωσης της οικονομίας, απαιτήθηκε από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού η υποτίμηση του νομίσματος. Η απαίτηση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την κυβέρνηση, καθώς φοβήθηκε την περαιτέρω μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, αλλά και τις επιθέσεις των κερδοσκόπων.
Τότε, η κυβέρνηση επέλεξε να συνδεθεί το επίσημο νόμισμα της Αργεντινής με μια συγχώνευση νομισμάτων, η οποία αποτελούνταν κατά 50% από ευρώ και κατά 50% από δολάρια. Με αυτό τον τρόπο, η οικονομία εμφάνισε μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης, όμως η εμφάνιση της παγκόσμιας ύφεσης, η οποία προκλήθηκε από το τρομοκρατικό χτύπημα στην Αμερική στις 11-9-2001, επιβεβαίωσε την άρνηση των οικονομολόγων σε αυτή την τεχνική. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν οι επενδυτές την εμπιστοσύνη τους απέναντι στις αγορές.
Η κυβέρνηση της Αργεντινής, το Νοέμβριο του 2001, ανακοίνωσε ότι δε μπορούσε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ σε σχέση με τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Από την πλευρά του, το ΔΝΤ αρνήθηκε να δώσει το δάνειο ύψους 1.25 δις $, το οποίο είχε προγραμματιστεί. Αυτή η είδηση «έσκασε» σα βόμβα για τις παγκόσμιες χρηματαγορές, με αποτέλεσμα να αποσυρθούν κεφάλαια από τη χώρα με ταχύτατους ρυθμούς, γεγονός το οποίο προκάλεσε τεράστια κρίση σε όλο το τραπεζικό σύστημα.
Η κυβέρνηση για να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή εισήγαγε αμέσως μια νομοθετική διάταξη, η οποία επέτρεπε ανάληψη μέχρι 250 πέσος από τους τραπεζικούς λογαριασμούς την εβδομάδα. Η ενέργεια αυτή, αποσκοπούσε στο να εμποδίσει την ανταλλαγή πέσος με δολάρια, επειδή το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει.
Αυτή η ενέργεια επιδείνωσε τη κατάσταση τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό. Οι πολίτες εξαγριώθηκαν με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί μια γενική απεργία στις 13 Δεκεμβρίου, η οποία κατέληξε σε μαζικές και βίαιες διαδηλώσεις στις 19 και 20 Δεκεμβρίου, χάνοντας τη ζωή τους συνολικά 28 άνθρωποι. Την επόμενη μέρα, στις 21 Δεκεμβρίου, ο Φερνάντο Ντε Λα Ρούα παραιτήθηκε, εγκαταλείποντας το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο, καθώς το συγκεντρωμένο πλήθος τον είχε περικυκλώσει.
Σήμερα, 10 χρόνια μετά, θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου με την κατηγορία της διαφθοράς. Η κυβέρνηση του Ντε Λα Ρούα, ο οποίος ήταν πρόεδρος από το 1999 μέχρι την κρίση του 2001, κατηγορείται από τον Μάριο Ποντακουάρτο, υψηλόβαθμο υπάλληλο του κοινοβουλίου, ότι κατέβαλε πέντε εκατομμύρια σε δωροδοκίες, με σκοπό να εγκριθεί από την Γερουσία η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας το 2000. Για την ίδια υπόθεση έχουν κατηγορηθεί ο πρώην υπουργός Εργασίας Αλμπέρτο Φλαμαρίκε, πέντε πρώην γερουσιαστές και ένας υπάλληλος της Γερουσίας. Στη δίκη θα κληθούν για κατάθεση περίπου 300 μάρτυρες.
Η μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, η οποία ακυρώθηκε το 2004, ήταν ένας από τους όρους που είχε θέσει το ΔΝΤ στην Αργεντινή για την αποδέσμευση ενός δανείου. Από την πλευρά του, ο πρώην πρόεδρος έχει διαψεύσει ότι η κυβέρνηση του δωροδόκησε για να τροποποιηθεί ο νόμος και υποστηρίζει ότι είναι θύμα πολιτικών και δικαστικών διώξεων.
Αναμένουμε, λοιπόν, την απόφαση του δικαστηρίου για την κυβέρνηση, η οποία χρεοκόπησε και έφερε στο χείλος της καταστροφής την Αργεντινή με θύμα τον λαό της.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου